ζελέ

ζελέ
η желе; студень

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ζελέ" в других словарях:

  • ζελέ — τα 1. είδη ζαχαροπλαστικής ή μαγειρικής που λαμβάνονται με βρασμό χυμού φρούτων ή λαχανικών με γλυκαντικό 2. (στον εν.) το ζελέ πήκτωμα από χυμούς διαφόρων καρπών ή χημικών ουσιών που χρησιμοποιείται για την αισθητική τού προσώπου και τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • ζελέ — η άκλ. (λ. γαλλ.) και ζελέ, τα και ζελέδες, οι είδος γλυκίσματος που γίνεται από χυμούς φρούτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ζελέ, Κλοντ Λορέν — (Claude Lorrain Gellée, Σαμάν 1600 – Ρώμη 1682). Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους τοπιογράφους. Έζησε έως το τέλος της ζωής του στη Ρώμη, όπου είχε εγκατασταθεί από τη νεανική του ηλικία. Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο Αγκοστίνο Τάσι …   Dictionary of Greek

  • κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… …   Dictionary of Greek

  • πηκτίνη — η, Ν (βιοχ.) συμπυκνωμένο εκχύλισμα ομάδας οργανικών ουσιών που απαντούν στα κυτταρικά τοιχώματα και στους ενδοκυτταρικούς ιστούς ορισμένων φυτών, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην αλλαγή τών κυτταρικών δομών και στις τεχνικές κατεργασίες τών… …   Dictionary of Greek

  • προσωπογραφία — Ζωγραφική απεικόνιση των σωματικών χαρακτηριστικών ενός προσώπου. Η τέχνη της π. απέκτησε με τον καιρό διάφορες σημασίες και ερμηνείες σε στενή συνάφεια με τον πολιτισμό και τις αισθητικές τάσεις της κάθε εποχής. Στη Μεσοποταμία και στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • σπονδία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες τής τάξης ρουτώδη και περιλαμβάνει 12 περίπου είδη δέντρων τών τροπικών περιοχών τής νοτιοανατολικής Ασίας και τής Αμερικής, μερικοί καρποί τών οποίων… …   Dictionary of Greek

  • τούρτα — η, ΝΜΑ νεοελλ. ονομασία γλυκού, συνήθως στρογγυλού σχήματος, που παρασκευάζεται από διάφορα υλικά, όπως παντεσπάνι, σοκολάτα, κρέμα γάλακτος, ζελέ φρούτων κ.ά. μσν. αρχ. ονομασία πίτας, εγκρυφίας* άρτος, σταχτόπιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. torta… …   Dictionary of Greek

  • χλωρομυκητίνη — Αντιμικροβιακή ουσία (αντιβιοτικό), που αποτελεί προϊόν της δραστηριότητας μικροοργανισμού, γνωστού με την επιστημονική λατινική ονομασία streptomyces veneruelae. Η χ. αποτελείται από άχρωμους κρύσταλλους με πικρή γεύση και δυσδιάλυτους στο νερό …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μάτα Xάρι — (Mata Hari, Λεουβάρντεν 1876 – Βενσέν 1917). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο (στην ιαβανέζικη διάλεκτο, μάτα χάρι σημαίνει πουλί της αυγής) της Ολλανδής χορεύτριας και κατασκόπου Μαργκαρέτα Γκεερτρουίντα Ζέλε (Margaretha Geertruida Zelle). Αρχικά έζησε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»